- βαλμάς
- ο1. αυτός που τρέφει άλογα, γαϊδούρια, βόδια, βουβάλια κ.λπ.2. εκείνος που τρέφει άλογα και τα νοικιάζει για αλώνισμα και άλλες γεωργικές εργασίες3. αυτός που κατευθύνει τ' άλογα κατά το αλώνισμα4. ο γκιόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.